Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

20 ΧΡΟΝΙΑ XΩΡΙΣ ΤΗ ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ




Τη χαρακτήρισαν «τελευταία ελληνίδα θεά» και «γυναίκα – φλόγα». Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα. Υπήρξε πολύμορφη προσωπικότητα. Κορυφαία αγωνίστρια της Δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας (1967-1974). Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και με ερμηνείες που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της Έβδομης Τέχνης. Πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας, τον έφερε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας. Ότι είναι ένα σοβαρό εξαγώγιμο προϊόν και ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του.

Τη βάφτισαν Αμαλία – Μαρία, δεν τη φώναξαν όμως έτσι ποτέ. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσαν σε όλη της τη ζωή, και με το οποίο έγινε πασίγνωστη, ήταν το «Μελίνα». Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν το επίθετο «Μερκούρη» για να συστηθεί. Ήταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων.

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών και ήταν η αγαπημένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη, ενός από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς Δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια. Στο σπίτι του μεγάλωσε, δίπλα του έκανε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της σε νηπιακή ηλικία. Συναρπαζόταν από τότε από τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου, έστω και αν απευθύνονταν στον «Μεγάλο Σπύρο» όπως όλοι φώναζαν τον παππού της. Δίπλα του έμαθε τους κανόνες της δημοκρατικότητας αλλά και την τέχνη του να συνομιλείς ισότιμα με όλους.

Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης, βουλευτής για περισσότερα από 30 χρόνια, που είχε χρηματίσει και υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων. Μητέρα της, η Ειρήνη Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Το ζευγάρι απέκτησε και έναν γιο, μικρότερο από την Μελίνα, τον Σπύρο. Αργότερα χώρισαν, δημιούργησαν νέες οικογένειες, και η Μελίνα έζησε στο σπίτι του παππού της. Παιδί ανήσυχο, και με το μυαλό προσηλωμένο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα, ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες. Όταν ο παππούς Σπύρος πεθαίνει, η μικρή Μελίνα αισθάνεται για πρώτη φορά στη ζωή της προδομένη. Την είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν αθάνατος…

Είναι ακόμη έφηβη, όταν ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο, που της υπόσχεται (και τηρεί την υπόσχεσή του) ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με το πάθος της, το θέατρο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν στις οικογένειές τους τηλεγράφημα : «Γάμος ετελέσθη». Μετά από χρόνια θα χωρίσουν.

Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. «Δεν πέρασα» σκέφτηκε. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την έβαλε να δουλεύει σκληρά. Αποφοιτά το 1944. Εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»). Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «θεάτρου τέχνης», όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το «Θέατρο Τέχνης» και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν.

Ακολουθεί μια περίοδος που ζει στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Μαρσέλ Ασάρ. Η Μελίνα εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή της Πόλης του Φωτός σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ. Παίζει στο “Le Moulin de la Galette”, στο “Les Compagnons de la Marjolaine”, στο “Il etait une gare”. Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Εκεί ανοίγουν οι ορίζοντές της.

Το 1953 παίρνει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ. Σε αυτή τη δεκαετία ανακαλύπτει το κοινωνικό πρόσωπο που κρύβει μέσα της και αναμιγνύεται με τον θεατρικό συνδικαλισμό.

Με την επιστροφή της στην πατρίδα, της γίνεται η πρώτη πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η ταινία επαινέθηκε ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956. Παρότι το αξίζει, δεν θα πάρει το βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Η εμφάνισή της σ’αυτό, όμως, θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου.
Το σύνθημα για την αντιδικτατορική δράση έχει δοθεί. Με τον Ζυλ Ντασσέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα θα γίνει ο εφιάλτης της χούντας. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κάνει πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία). Οργανωτής, ο Σπύρος Μερκούρης. Θα συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Δημιουργούνται πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές, επιτροπές Ελλήνων που στηρίζουν όλα τα προγράμματα. Η Μελίνα δίνει συνεντεύξεις, κάνει ομιλίες, τραγουδά ενάντια στους συνταγματάρχες. Η χούντα αντιδρά, απαγορεύει στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύει την περιουσία της. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.

Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της (Ιούλιος 1972) της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες.

Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων της.

Με την επιστροφή και την οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα, συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου είναι από τα ιδρυτικά μέλη. Το 1974 είναι υποψήφια του κόμματος στη Β΄περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Στο ΠΑΣΟΚ θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού. Η εκλογή της, τον Νοέμβριο του 1977, ως βουλευτή (με μεγάλη πλειοψηφία σταυρών προτίμησης - αποτέλεσμα της αφοσίωσης που είχε δείξει στην Β΄Πειραιά) της στερεί την ενασχόλησή της με το θέατρο. Εκλέγεται στη Β΄Περιφέρεια Πειραιά, με τους συνδυασμούς του ΠΑΣΟΚ, και δίνει όλη της την ενέργεια στην πολιτική, πάντοτε στον τομέα του πολιτισμού. Για ένα μικρό διάστημα, πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση με κείμενα του Μπρεχτ, που σκηνοθετεί ο Ζυλ Ντασσέν («Συντροφιά με τον Μπρέχτ», 1978 στο Μπρόντγουεϊ Ως Υπουργός εφάρμοσε μια έντονη εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Οργάνωσε πολλές και σημαντικές εκθέσεις σε μουσεία του εξωτερικού, καθώς και εκδηλώσεις ουσίας. Συναντήθηκε με σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Λάνγκ, ο Αντρεότι, ο Γκένσερ, ο Πάλμε, ο Γκονζάλεθ, ο Πάπας, η Γκάντι, ο Μιτεράν κ.α. και διεκδίκησε μια εξέχουσα θέση για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Το Υπουργείο Πολιτισμού λειτούργησε επί των ημερών της όσο ποτέ άλλοτε. Έκανε διάλογο με τους υπαλλήλους της και τις διευθύνσεις, θεωρώντας ότι αποδοτικός υπάλληλος είναι ο ευχαριστημένος υπάλληλος. Οι ξένες εφημερίδες παρακολουθούσαν την πορεία της ανελλιπώς.

Η Μελίνα Μερκούρη είχε χαράξει την πολιτική της στο υπουργείο εξαρχής και την ακολούθησε απαρέγκλιτα, φροντίζοντας για την σταδιακή υλοποίηση των πολλών και μεγάλων οραμάτων της.

Ένα από τα σημαντικότερα, υπήρξε η επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που σύλησε και απέσπασε τον προηγούμενο αιώνα ο λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν, στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα», οι Βρετανοί ζήτησαν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα γλυπτά. Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας», έλεγε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και « Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».

Δεν έπαυσε να επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα ζητούσε μόνο την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα και όχι και των άλλων αριστουργημάτων που βρίσκονται σε ξένα μουσεία. Κι αυτό επειδή τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν μέρος ενός μοναδικού μνημείου. Το 1990 ήταν υποψήφια στις Δημοτικές εκλογές για το Δήμο Αθηναίων. Έχασε στις εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση και της στοίχισε. Το 1992 εμφανίστηκε στην Όπερα «Πυλάδης» των Κουρουπού - Χειμωνά, σε σκηνοθεσία Δ. Φωτόπουλου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, η Μελίνα Μερκούρη επανήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού. Στη διάρκεια της σύντομης δεύτερης θητείας της ονειρεύτηκε και προσπάθησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα «Αιγαίο – Αρχιπέλαγος», καθώς και το πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Πολιτισμός».

Έφυγε στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού. Η κηδεία της ήταν πάνδημη.

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η πλέον διάσημη και προβεβλημένη προσωπικότητα της Ελλάδας. Πορτραίτα της γυρίστηκαν από τηλεοπτικούς σταθμούς σε ολόκληρο τον κόσμο και περιελάμβαναν, συνεντεύξεις της για τον πολιτισμό, για εθνικά θέματα και κυρίως για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Τιμήθηκε με μετάλλια και διακρίσεις από πολλούς αρχηγούς κρατών, πανεπιστήμια (Βοστόνη, Οξφόρδη κ.α) διεθνείς οργανισμούς (Unesco κ.α) οργανώσεις, αλλά και από δήμους ολόκληρης της χώρας για την κοινά παραδεκτή προσφορά της στην τέχνη, στον πολιτισμό, στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί η Μελίνα Μερκούρη ήταν η αγαπημένη του ελληνικού λαού. Και σήμερα, δεν είναι μια ανάμνηση, είναι καθημερινά μαζί μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου